Νίκα, στάση του-

Νίκα, στάση του-
Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι από το σύνθημα των στασιαστών «Νίκα», ξεκίνησε από τον ιππόδρομο, όπου οι σπουδαιότεροι δήμοι (ομάδες του ιπποδρόμου), οι Πράσινοι και οι Βένετοι, υποστηρικτές, συνήθως, αντιμαχόμενων απόψεων, ενώθηκαν και ξέσπασαν σε βίαιες εκδηλώσεις (εμπρησμούς κλπ.). Η απόπειρα του Ιουστινιανού να συμβιβαστεί με ορισμένα από τα αιτήματα των στασιαστών απέτυχε εξαιτίας της αδιαλλαξίας των τελευταίων που, ενισχυμένοι από τους οικονομικά κατεστραμμένους χωρικούς οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη, έδωσαν στη στάση χαρακτήρα άγριας λαϊκής εξέγερσης. Παράλληλα, οι συγκεντρωτικές τάσεις του Ιουστινιανού και εις βάρος της συγκλήτου και του αυτοκρατορικού συμβουλίου είχαν δημιουργήσει δυσαρέσκειες στους κόλπους των ανώτερων αυτών υπαλλήλων, που με τη στάση αποκαλύφθηκαν. Η επικράτηση των στασιαστών, οι οποίοι στο μεταξύ ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον ανιψιό του Αναστασίου, Υπάτιο, οδήγησε τον Ιουστινιανό και τους συνεργάτες του, που θεωρούσαν αδύνατη την καταστολή της στάσης, στην απόφαση να εγκαταλείψουν την Πόλη. Όμως η θαρραλέα και αποφασιστική στάση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας τους έπεισε να συνεχίσουν τον αγώνα, που τελικά, χάρη κυρίως στον στρατηγό Βελισάριο, κατέληξε στην εξόντωση των επαναστατών. Κατά τον ιστορικό Προκόπιο, 30.000 σφαγιάστηκαν στον ιππόδρομο, όπου αποκλείστηκαν οι στασιαστές. Ο Ιουστινιανός, μετά την καταστολή της στάσης, ενίσχυσε τη δύναμή του με τα αυστηρά μέτρα που έλαβε για να εξουδετέρωσει κάθε αντίδραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • νίκα — το (Μ νίκα) 1. σύνθημα τών στασιαστών κατά τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού το έτος 532 μ.Χ. 2. φρ. «στάση τού νίκα» η επανάσταση που εξερράγη το 532 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κατά τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1815 – Αθήνα 1891). Έλληνας κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας. Γιος του τραπεζίτη Δημητρίου Π., Πελοποννήσιου –από τη Βυτίνα– και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο Π. είχε πολύ μικρός την πικρή εμπειρία να …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”